- υπότροφος
- boursier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υπότροφος — η, ο / ὑπότροφος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν [ὑποτρέφω] νεοελλ. (για σπουδαστές) αυτός που σπουδάζει με δαπάνες άλλου, συνήθως ιδρύματος ή κρατικού οργανισμού αρχ. 1. αυτός που έχει τραφεί με θηλασμό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπότροφος η βοηθός τής τροφού … Dictionary of Greek
υπότροφος — ο, η 1. σπουδαστής που σπουδάζει και συντηρείται με δαπάνες τρίτου (προσώπου, οργανισμού, ιδρύματος κτλ.): Υπότροφος του κράτους. 2. τρόφιμος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… … Dictionary of Greek
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek
υποτροφία — Κυριολεκτικά: η ατελής θρέψη. Ειδικότερα η δαπάνη που καταβάλλει κάποιος για να συντηρήσει και να εκπαιδεύσει ένα σπουδαστή. Παλαιότερα τις υ. τις έδιναν κληροδοτήματα, κυρίως σε σπουδαστές ανώτερων σχολών του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Υ. από… … Dictionary of Greek
υποτροφώ — έω, Α [ὑπότροφος, ἡ] ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί … Dictionary of Greek
Αδαμαντίου, Αδαμάντιος — (1875 – 1937). Βυζαντινολόγος, καθηγητής της ιστορίας της βυζαντινής τέχνης στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η καταγωγή του ήταν από τη Μεσσηνία. Τo 1900 παρακολούθησε ως κρατικός υπότροφος μαθήματα βυζαντινών σπουδών στο Παρίσι. Το … Dictionary of Greek
Αμπού, Εντμόντ — (Edmond About, Ντιέζ 1828 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος. Το 1851 ήρθε στην Αθήνα ως υπότροφος στη Γαλλική Σχολή. Στο διάστημα της τετραετούς παραμονής του περιόδευσε όλη τη χώρα και γυρίζοντας στο Παρίσι… … Dictionary of Greek
Απάτσαϊ, Γιάνος — (Janos Apaczai, 17ος αι.). Ουγγροτρανσυλβανός φιλόσοφος. Ανήκε στην Καρτεσιανή σχολή, τις ιδέες της οποίας ασπάστηκε κατά την παραμονή του στην Ολλανδία, όπου είχε σπουδάσει ως υπότροφος της ουγγρικής κυβέρνησης. Διετέλεσε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Βελλιανίτης, Μιχαήλ-Λάμπρος — (Παξοί περ. 1790 – Οδησσός 1869). Ναύαρχος του ρωσικού στόλου. Το 1806 στάλθηκε από την Επτανησιακή Γερουσία στη Ρωσία ως υπότροφος του τσάρου Αλέξανδρου A’ για να σπουδάσει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Πολέμησε στον Κριμαϊκό πόλεμο και ενίσχυσε… … Dictionary of Greek